Το δίλημμα του σκαντζόχοιρου

hedgehogs
Λένε, ότι η οικειότητα γεννά περιφρόνηση και ενώ φράσεις αυτού του ύφους πολλές φορές γίνονται στερεότυπες, η συγκεκριμένη, υποστηρίζεται από την καθημερινή εμπειρία εάν σκεφτούμε τις δυσκολίες που περνάνε οι φιλικές, οι επαγγελματικές, οι οικογενειακές και οι ερωτικές σχέσεις. Στην αρχή μιας σχέσης, συνήθως, κυριαρχούν συναισθήματα αγάπης, στοργής, έλξης, ο ενθουσιαμός και η ανάλαφρη διάθεση.  Όπως είναι φυσικό, αυτή η στάση έχει σαν αποτέλεσμα την επιλεκτική προσοχή των χαρακτηριστικών και συμπεριφορών του άλλου.  Επιλέγουμε να βλέπουμε τη φωτεινή πλευρά όμως, η καθημερινή επαφή κάποιες φορές καταστρέφει το μαγευτικό αυτό τοπίο.  Αρχίζουμε και γνωριζόμαστε καλύτερα και κάποια χαρακτηριστικά που προηγουμένως μας γοήτευαν, τώρα μας απογοητεύουν. Γρήγορα, έρχεται και η απομυθοποίηση.

Στο άρθρο τους “Less is more: The Lure of Ambiguity, or why Familiarity Breeds Contempt” οι Norton, Frost and Ariely (2007) ισχυρίστηκαν ότι όντως η οικειότητα γεννά περιφρόνηση, αμφισβητώντας την αντίληψη ότι όσο περισσότερο γνωρίζουμε έναν άνθρωπο, τόσο περισσότερο τον συμπαθούμε. Σε μια σειρά πειραμάτων που έλαβαν χώρα τόσο σε online dating ιστοσελίδα όσο και στο ΜΙΤ, η έρευνά τους έδειξε ότι όσο περισσότερες πληροφορίες αποκτούμε σχετικά με τους άλλους, τόσο μικρότερη είναι και η προτίμηση.

Έτσι, η ασάφεια -η οποία στην έρευνα ορίστηκε ως έλλειψη πληροφοριών- έχει περισσότερες πιθανότητες να μας κάνει να συμπαθήσουμε κάποιον, γιατί έχουμε την τάση να μας αρέσουν άνθρωποι που υποθέτουμε ότι έχουν χαρακτηριστικά παρόμοια με τα δικά μας. Δηλαδή προβάλουμε στους άλλους χαρακτηριστικά που δεν έχουν.  Αυτό που οδηγεί τη σύνδεση μεταξύ γνώσης και αντιπάθειας, είναι η έλλειψη ομοιότητας.

Οι περισσότεροι συμμετέχοντες οι οποίοι γνώριζαν χαρακτηριστικά ενός άλλου, βρήκαν διαφορές με τον εαυτό τους και έτσι, από τη στιγμή που αντιλήφθησαν την αναμοιότητα, επηρεάστηκαν αρνητικά και επηρεάστηκε η άποψή τους ακόμα και για χαρακτηριστικά τα οποία πριν θα έβρισκαν ουδέτερα.

Οι περισσότεροι θέλουμε και έχουμε ανάγκη από αγάπη και κοντινότητα.  Ο φόβος, όμως, είναι εξίσου ισχυρή δύναμη και ανταγωνίζεται αυτή μας την ανάγκη. Παρόλο που οι ανάγκες μένουν ακάλυπτες όταν δεν ερχόμαστε κοντά, μπορεί να νιώθουμε μεγαλύτερη ασφάλεια όταν δεν το κάνουμε. Με τον τρόπο αυτό, δεν διακινδυνεύουμε την αβεβαιότητα που προκύπτει από τη στενή συναισθηματική σχέση με έναν άλλον άνθρωπο. Δεν διακινδυνεύουμε να πρέπει να δείξουμε ότι είμαστε αυτό που είμαστε, κάτι που περικλείει τη συναισθηματική ειλικρίνεια, αλλά και την πιθανή απόρριψη των συναισθημάτων μας. Δεν διακινδυνεύουμε την εγκατάλειψή μας από τους άλλους. Δεν βιώνουμε την αμηχανία που συνεπάγεται η αρχή μιας σχέσης που για πολλούς είναι πραγματικά αφόρητη.

Όταν δεν πλησιάζουμε στενά κάποιους ανθρώπους, ξέρουμε τι να περιμένουμε: τίποτα.
Η στενή επαφή-η οικειότητα έχουν συχνά ως συνέπεια την αίσθηση της απώλειας του ελέγχου. Η οικειότητα θέτει σε δοκιμασία τους βαθύτερους φόβους μας για το ποιοι είμαστε και για το εάν είναι αποδεκτό να είμαστε ο εαυτός μας, για το ποιοί είναι οι άλλοι και εάν είναι αποδεκτό να είναι εκείνοι αυτό που είναι. Απαιτείται ειλικρίνεια, αυθορμητισμός, εμπιστοσύνη, αποδοχή του εαυτού μας και αποδοχή των άλλων.

Η προσέγγιση μπορεί να μας προκαλεί φόβο αλλά δεν είναι και απαραίτητο να είναι έτσι.  Μπορούμε να είμαστε ο πραγματικός μας εαυτός όταν είμαστε με άλλους ανθρώπους και αξίζει να το διακινδυνεύουμε. Μπορούμε να εμπιστευτούμε τον εαυτό μας και έχουμε τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουμε στην αμηχανία που υπάρχει στο ξεκίνημα μιας σχέσης, έστω και αν στην αρχή το κάνουμε όπως οι σκαντζόχοιροι. Προσεκτικά.

ΥΓ: Το δίλημμα του ακανθόχοιρου πρωτοεμφανίζεται στο έργο του Schopenhauer
‘Parerga und Paralipomena’ και το 1921 στο ‘Group Psychology and the Analysis of the Ego’ του Freud.  Μια ομάδα σκαντζόχοιρων στην προσπάθειά τους να έρθουν κοντά για να ζεσταθούν μια χειμωνιάτικη μέρα, έπρεπε να καταβάλουν προσπάθεια για να βρουν την ισορροπία έτσι ώστε και να πάρουν τη ζεστασιά αλλά και να μην τραυματιστούν μεταξύ τους με τα αιχμηρά τους αγκάθια.  Πρόκειται για μια αναλογία των προκλήσεων που προκαλεί η ανθρώπινη οικειότητα και το τι μπορεί να συμβεί κατά τη διαδικασία της δημιουργίας μιας σχέσης.Όσο πιο κοντά έρχονται δυο άνθρωποι μεταξύ τους, τόσο πιο πιθανό είναι να πληγωθούν. Όμως, αν παραμείνουν χώρια, θα συνεχίσουν να έχουν τον πόνο της μοναξιάς
.

 

Συνεξάρτηση: Όταν η Ηχώ ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο

συνεξάρτηση

Η συνεξάρτηση πρόκειται για έναν όρο ο οποίος προέρχεται από τη φιλοσοφία των ανωνύμων ομάδων αυτοβοήθειας που βασίζονται στο πρόγραμμα των 12 βημάτων. Αναφέρεται σε μια συμπεριφορά “διευκόλυνσης” ενός εξαρτημένου σημαντικού άλλου, σε βάρος του εαυτού.  Με τον όρο “διευκόλυνση” εννοούμε μια τάση για υπερπροστασία και έλεγχο, μια συμπεριφορά που διαιωνίζει την εξάρτηση του άλλου, εμποδίζοντάς τον ν’αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του. Η συμπεριφορά “διευκόλυνσης” των συζύγων, ή άλλων μελών της οικογένειας των αλκοολικών αρχικά ονομάστηκε “συν-αλκοολισμός” και στη συνέχεια, καθώς τα προγράμματα των 12 βημάτων επεκτάθηκαν και σε εξαρτήσεις από άλλες ουσίες και άλλες μορφές εξάρτησης (όπως πχ βουλιμία, τζόγος) υιοθετήθηκε ο όρος “συνεξάρτηση”.

Όμως, η συνεξάρτηση δεν προϋποθέτει πάντα την παρουσία ενός αλκοολικού ή γενικότερα εξαρτημένου από ουσίες σημαντικού άλλου, αλλά μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από τη χημική εξάρτηση. Ο όρος χρησιμοποιείται και για να καθορίσει τις σχέσεις όπου ο ένας σύντροφος εμφανίζει μια χειριστική συμπεριφορά και ο άλλος, φοβούμενος την εγκατάλειψη, συμμορφώνεται. Αρκετοί άνθρωποι δυσκολεύονται πολύ να φύγουν από μια άσχημη σχέση και περιγράφουν καταστάσεις όπου όταν έρχονται κοντά στο σύντροφό τους, εκείνος αρχίζει και απομακρύνεται, και όταν εκείνοι απομακρύνονται με οδύνη, τότε ο σύντροφός τους επιστρέφει.

Ένας άνθρωπος με θέματα συνεξάρτησης, παρουσιάζει συγκεκριμένα μοτίβα συμπεριφοράς όπως στο να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ανιδιοτελή και αφιερωμένο στην ευημερία των άλλων, να ζητάει συνεχώς την αναγνώριση, να είναι εξαιρετικά πιστός και να παραμένει σε επιζήμιες καταστάσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, να εκφράζει τον θυμό και την επιθετικότητα με παθητικούς τρόπους, να χρησιμοποιεί το σεξ ενώ θέλει αγάπη, να προσελκύει τους άλλους προς το μέρος του, αλλά όταν έρθουν  κοντά, να τους ωθεί μακριά. 

Οι Hughes-Hammer, Martsolf, and Zeller’s (1998a) διαμόρφωσαν ένα μοντέλο για τη συνεξάρτηση.  Το μοντέλο αυτό αποτελείται από μια βασική έννοια: την εστίαση στους άλλους και την παραμέληση του εαυτού, και τέσσερις άλλες υπο-έννοιες: χαμηλή αυτοαξία, απόκρυψη εαυτού, προβλήματα υγείας, θέματα της οικογένειας καταγωγής.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; ο Cermak (1991) θεωρεί τα χαρακτηριστικά της συνεξάρτησης συμπληρωματικά του ναρκισσισμού και αναφέρεται στο μύθο του Νάρκισσου και της Ηχούς. Η Ηχώ ελκύεται από το Νάρκισσο γιατί, σύμφωνα με τον Freud, ο ναρκισσισμός ενός ατόμου ασκεί μεγάλη έλξη σ’όσους έχουν απαρνηθεί μέρος του δικού τους ναρκισσισμού.

Κατά την περίοδο που τα παιδιά διαφοροποιούνται από τους γονείς τους, αναπτύσσουν δυο συμπληρωματικές ανάγκες. Η πρώτη, μια φυσιολογική ναρκισσιστική ανάγκη όπου αναζητούν την εκτίμηση των άλλων στις ικανότητές τους, και η δεύτερη μια ‘ηχωϊστική’ ανάγκη, η οποία αφορά στην ανάγκη τους να σχηματίσουν μια εξιδανικευμένη εικόνα για τους γονείς τους, με την οποία να συγχωνευθούν.  Όταν η ανάπτυξη είναι φυσιολογική, οι ναρκισσιστικές ανάγκες οδηγούν στην αυτοπεποίθηση, ενώ οι ηχωϊστικές στην ενσυναίσθηση του ενήλικα (Cermak, 1991). Ένας ναρκισσιστής γονιός έχει την τάση να απορρίπτει τις φυσιολογικές ναρκισσιστικές ανάγκες ενός παιδιού, ενώ αντίθετα, ένας γονιός με θέματα συνεξάρτησης, πυροδοτεί τις ναρκισσιστικές ανάγκες. Και στις δυο περιπτώσεις, οι αντίστοιχες ανάγκες παραμένουν στην παιδική τους μορφή και γίνονται ναρκισσισμός και συνεξάρτηση.

Οι Νάρκισσοι είναι οι πιο δυνατοί μαγνήτες για έναν άνθρωπο που κάνει σχέσεις εξάρτησης. Πολλές έρευνες ισχυρίζονται πως η συνεξάρτηση σχετίζεται με την κατάθλιψη  (Hughes-Hammer, Martsolf & Zeller, 1998; Doheny, 2000) και μπορεί να οδηγήσει σε πιο σύνθετα προβλήματα (Sadock & Sadock, 2000).

Οι αναφορές στη θεραπευτική αντιμετώπιση της συνεξάρτησης ακολουθούν διάφορες προσεγγίσεις όπως ατομική ή ομαδική ψυχοθεραπεία, τα 12 βήματα των Ανώνυμων Συνεξαρτημένων ή μια πιο συνθετική θεραπευτική προσέγγιση.  Το τι βοηθάει τον καθένα είναι καθαρά προσωπική επιλογή.

Το σημαντικό είναι να ζητήσει κάποιος βοήθεια και κυρίως να καταλάβει πως η ανάρρωση από τη συνεξάρτηση δεν βρίσκεται στο άλλο άτομο, ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να πιστεύει το αντίθετο.  Βρίσκεται στον εαυτό του και στους τρόπους με τους οποίους έχει προσπαθήσει να επηρεάσει τους άλλους. Βρίσκεται στην εμμονή, στον έλεγχο, στο θυμό και τις ενοχές, στην εξάρτηση από ιδιόμορφα άτομα, στην προσέλκυση από το ακατανόητο και την ανοχή σ’αυτό, που καταλήγουν σε εγκατάλειψη του εαυτού μας, σε προβλήματα επικοινωνίας και οικειότητας.

Κάποιος θα πει πως είναι φυσικό να θέλουμε να προστατεύσουμε και να βοηθήσουμε τους ανθρώπους για τους οποίους ενδιαφερόμαστε.  Είναι φυσικό να επηρεαζόμαστε και να αντιδράμε στα προβλήματα των άλλων. Η λέξη ‘αντιδρώ’ έχει ιδιαίτερη σημασία από την άποψη πως η συνεξάρτηση έχει έντονα το στοιχείο της αντίδρασης αφού οι συνεξαρτώμενοι αντιδρούν συνέχεια είτε υπερβολικά, είτε υποτονικά αλλά σπανίως δρουν.

Δεν είναι αφύσικο στο να αντιδρά κάποιος, αλλά το να μάθει πως να μην αντιδρά και να δρα με πιο υγιείς τρόπους είναι ένας σίγουρος τρόπος για να προστατεύσει τον εαυτό του. Δεν σημαίνει πως γινόμαστε απόμακροι ή σταματάμε να ενδιαφερόμαστε. Σημαίνει πως αγαπάμε και δημιουργούμε δεσμούς, χωρίς όμως να τρελαινόμαστε. Μαθαίνουμε πως κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του και υιοθετούμε μια στάση που λέει ότι πρέπει να κρατιόμαστε μακριά από τις ευθύνες των άλλων και να φροντίσουμε για τις δικές μας. Παραχωρούμε στους άλλους και στον εαυτό μας την ελευθερία να είμαστε υπεύθυνοι και να εξελισσόμαστε.

Δεν είναι υποχρεωτικό να παίρνουμε τα πάντα προσωπικά και κατάκαρδα. Το να πω σε κάποιον “Αν μ’αγαπούσες/αν ήμουν σημαντική για σένα, δεν θα μ’αφηνες να περιμένω/θα απαντούσες στο μήνυμά μου/θα μίλαγες ειλικρινά” έχει νόημα όσο και το να πω σε κάποιον που έχει πνευμονία “Αν μ’αγαπούσες δεν θα έβηχες”.

Συνήθως, τα πράγματα έχουν να κάνουν με εμάς πολύ λιγότερο απ’ό,τι νομίζουμε. Εάν κάποιος π.χ. συνηθίζει σε μια σχέση όταν έρθει κοντά με τον άλλον ξαφνικά να απομακρύνεται, με τον ίδιο τρόπο θα σχετιστεί και στην επόμενη σχέση.  Το δικό του θέμα πιθανόν να έχει να κάνει με το πως κόβει την επαφή ή θέματα οικειότητας. Εάν εγώ στο σήμερα, νιώθω υπερβολικό πόνο ή καθήλωση για μια τέτοια αλλόκοτη συμπεριφορά, αυτό είναι το δικό μου θέμα. Αυτό που θα βοηθήσει είναι να μείνω λίγο σε μένα και να σκεφτώ, τι μου θυμίζει αυτή η συμπεριφορά που με καθηλώνει; από πού την ξέρω; Πολλές φορές τα συναισθήματά μας δεν γεννιούνται από την τρέχουσα κατάσταση και δεν αφορούν στην πραγματικότητα το εν λόγω πρόσωπο, αλλά πυροδοτούν κάτι που μας συνέβη πριν πολύ καιρό.

Μέσα στη θεραπεία αναγνωρίζεται το βασικό τραύμα ή τραύματα και μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει το ρόλο που διαδραμάτισε τόσο αυτό όσο και οι άλλοι σε αυτό το τραύμα. Μ’αυτό τον τρόπο θα σταματήσω να προσπαθώ να κάνω κάποιον άλλον ν’αλλάξει, θα σταματήσω να προσπαθώ με τη συμπεριφορά μου να ελέγξω, θα μάθω να διαχωρίζω τον εαυτό μου από τα πράγματα, θα γίνω εγώ γονιός του εαυτού μου και κυρίως θα σταματήσω να ταλαιπωρούμαι.

Δηλαδή, εάν γίνουν όλα αυτά, η σχέση θα καλυτερεύσει;

Όταν κάποιος παύει να καθρεφτίζει το ναρκισσιστή η σχέση τελειώνει γιατί είναι πολύ δύσκολο για εκείνον να σχετιστεί μ’ένα αυτόνομο άτομο. Το βασικό εμπόδιο της ανάπτυξης είναι ο φόβος για τον πόνο, η απροθυμία να μπούμε σε μια διαδικασία επίπονη, όπως η ψυχοθεραπεία. Επίπονη και συναρπαστική.

Έχεις τρια χρόνια να με πάρεις τηλέφωνο. Εάν δε με θες, πες το μου.

IMG_20200209_161900
Θυμάμαι στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου που γράφαμε εκθέσεις με θέμα την υπομονή και την επιμονή και οι οποίες συνήθως ξεκινούσαν με κάποιο απόφθεγμα του  τύπου
«δεν είμαι τόσο έξυπνος, είναι που μένω με τα προβλήματα περισσότερο», ίσως συνέχιζαν με το  «η επιμονή και η υπομονή έχει να κάνει με τη σταθερή προσήλωση σε μια πορεία δράσης, σε μια ιδέα ή σ’ ένα σκοπό, παρά τα εμπόδια, ή τις δυσκολίες» – πάντα υπήρχε η σύνδεση με τη δέσμευση, την αναμονή και την αντοχή- και φυσικά κατέληγαν κάπως έτσι:  «επομένως η υπομονή και η επιμονή δεν έχουν χαρακτηριστεί τυχαία ως βασικές αρετές όλων των επιτυχημένων και ευτυχισμένων ανθρώπων».

Πόσο εύκολα όμως η μετριοφροσύνη μπορεί να γίνει ανασφάλεια, το χιούμορ αγένεια, η ενδοσκόπηση κατάθλιψη, η αυτοσυγκράτηση καταπίεση, η οργανωτικότητα εμμονή, η επιμονή κάτι άκαμπτο, η υπομονή αφέλεια;

Το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως χωρίς την επιμονή και την υπομονή  που χρειάζεται να επιδεικνύουμε στη ζωή μας για να καταφέρουμε πράματα και να μην τα παρατάμε με την πρώτη δυσκολία,  μπορεί να γίνει μπερδευτικό, ταλαιπωρητικό, ματαιωτικό και πολλές φορές κακοποιητικό όταν αυτή τη στάση ζωής  τη μεταφέρουμε και στις προσωπικές μας σχέσεις.

Έχω ακούσει αμέτρητες ιστορίες από ανθρώπους που για μεγάλο χρονικό διάστημα περιμένουν κάτι από κάποιον ελπίζοντας πως κάτι θα γίνει και ο άλλος θ’ αλλάξει γνώμη και θα τους το δώσει.  Περιμένουν ένα τηλεφώνημα, ένα μήνυμα, ή την παραμικρή κίνηση του άλλου την ερμηνεύουν ως ενδιαφέρον, το οποίο όμως ο άλλος διστάζει να το εκφράσει ή γιατί είναι κλειστός άνθρωπος, ή ντρέπεται, ή απλά φοβάται τη δέσμευση.
Μας είναι πιο εύκολο να βάζουμε τον εαυτό μας στην αναμονή παρά να παραδεχτούμε πως ο άλλος δεν ενδιαφέρεται και να πάρουμε αυτό που έχουμε ανάγκη από κάπου αλλού.

Μα καλά, θα πείτε, μ’ αυτά που γράφεις, είναι σα να υπονοείς πως βγάζουμε κάτι από το μυαλό μας. Δεν έχουμε παραισθήσεις, ούτε κάνουμε σενάρια.  Έχουμε δει ένα ενδιαφέρον από τον άλλον.  Ναι, είναι αλήθεια. Κάποια στιγμή η πηγή έτρεξε νερό και ξεδιψάσαμε. Κάποια στιγμή η πηγή στέρεψε και αντί να πάμε στη διπλανή,  περιμέναμε υπομονετικά διψασμένοι. Δεν περιμέναμε μόνο υπομονετικά, αλλά όσο πέρναγε ο καιρός τόσο μας έπιανε το πείσμα και λέγαμε: «Μα πριν λίγο καιρό έτρεχε άφθονο και γάργαρο νερό. Δεν μπορεί, θα ξανατρέξει. Μήπως φταίω εγώ; Μήπως εάν φύγω λίγο και επιστρέψω, αλλάξει κάτι;»

Ποιος περιμένει μ’ αυτό τον τρόπο;  Ένα παιδί.  Τα παιδιά έχουν ταλέντο να υπομένουν και αυτό γιατί έχουν άγνοια εναλλακτικών λύσεων και εξαρτώνται από κάποιον μεγαλύτερο. Όμως, ως ενήλικας, το ίδιο παιδί είναι απαραίτητο και εφικτό να έρθει σ’ επαφή με τις πηγές στήριξης που έχει.

Πολλές φορές τα συναισθήματά μας δεν γεννιούνται από την τρέχουσα κατάσταση και δεν αφορούν στην πραγματικότητα κάποιο πρόσωπο, αλλά πυροδοτούν κάτι που μας συνέβη πριν πολύ καιρό.  Στο τότε, το είχαμε βιώσει τραυματικά και ίσως να μας είχε καθηλώσει γιατί το πιθανότερο ήταν να εξαρτιόμασταν από κάποιον μεγαλύτερο.  Στο σήμερα, εάν κάποια παρόμοια συμπεριφορά επαναληφθεί, υπάρχει περίπτωση να με γυρίσει πάλι πίσω στο παλιό τραύμα, παρόλο που γνωστικά ξέρω πως το γεγονός  που συμβαίνει είναι δυσανάλογο με αυτό που νιώθω εκείνη τη στιγμή.

Εάν στο σήμερα νιώθω υπερβολικό πόνο ή καθήλωση για κάποια συμπεριφορά που έρχεται από τον απέναντι μου, θα με βοηθήσει να μείνω λίγο σε μένα και να σκεφτώ, τι μου θυμίζει αυτή η συμπεριφορά που με καθηλώνει και από πού την ξέρω;

Είναι αλήθεια  πως το γνώριμο, έστω και εάν είναι άσχημο ή ταλαιπωρητικό, μου φαίνεται πιο εύκολο γιατί ξέρω πως να είμαι μέσα σ’ αυτό. Ξέρω τον τρόπο που θα συμπεριφερθώ,  τι να περιμένω,  τι δεν θα πάρω.  Ο καινούργιος τρόπος έχει φόβο επειδή είναι άγνωστος.

Είναι  όμως πολύ σημαντικό να μάθω να φέρνω  στο συνειδητό τις πηγές στήριξής μου.  Ένας σχετικά «εύκολος» τρόπος είναι  να κάνω ένα υποθετικό σενάριο.  Εάν τώρα, βλέπατε ένα παιδάκι, το δικό σας παιδάκι ή ενός φίλου σας, να κάθεται κάπου μόνο του να κλαίει  και να περιμένει τί θα του λέγατε;  Κάτσε και περίμενε;  Κλάψε δεν πειράζει;  Δεν θα το ρωτάγατε με ήρεμο και γλυκό τρόπο τι έχει, γιατί κλαίει, εάν χρειάζεται κάτι; Δεν θα το κρατούσατε από το χεράκι να το πάτε κάπου να κάτσει να ξεκουραστεί;

Με αυτόν τον τρόπο μιλήστε και φερθείτε στον εαυτό σας –στο εσωτερικό σας παιδί- όπως θα μιλούσατε σ’ ένα παιδάκι κουρασμένο και ταλαιπωρημένο.  Δώστε στον εαυτό σας αυτό που δεν πήρατε όταν έπρεπε να το πάρετε. Μη σας συμπεριφέρεστε όπως σας συμπεριφέρθηκαν.

Μεγάλο μέρος  της ζωής αρκετών ανθρώπων περνάει περιμένοντας.  Πλέον πιστεύω στη λιγότερη αναμονή και σε περισσότερη δράση,  γιατί εκείνοι που περιμένουν γίνονται καλοί ακριβώς σ’ αυτό. Στο να περιμένουν.  Γι’ αυτούς που πιστεύουν πως η αναμονή δηλώνει πίστη, εγώ απαντώ πως η δράση δηλώνει πίστη. και δράση μπορεί να σημαίνει να σταματήσω να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου. Πάρτε λοιπόν το εσωτερικό σας παιδί και πηγαίνετέ το κάπου αλλού.

Anne and Harry

Μια οδυνηρή συνέπεια της έλλειψης εσωτερικών ορίων είναι ότι όταν ακούμε σκέψεις και απόψεις κάποιου άλλου, νομίζουμε πως ή θα πρέπει να συμφωνήσουμε μαζί του -αγνοώντας τη δική μας θέση- ή θα πρέπει να υποστηρίξουμε με σθένος τη δική μας άποψη. Έχοντας μάθει να βάζουμε εσωτερικά όρια, δεν έχουμε την ανάγκη να προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους για την εγκυρότητα της πραγματικότητάς μας.

Όταν μας συμβαίνει κάτι, νοηματοδοτούμε το γεγονός μέσω των σκέψεων που κάνουμε.
Το νόημα που δίνω στην εμπερία και οι σκέψεις που κάνω πυροδοτούν κάποια συναισθήματα.
Τα συναισθήματα θα με οδηγήσουν σε μια συμπεριφορά. Συνήθως οι διαστρεβλωμένες σκέψεις –που έχουν να κάνουν με την ιστορία μας- είναι αυτές που μας οδηγούν σε συμπεριφορές μη βοηθητικές.

Όταν αρχίζουμε να βάζουμε εσωτερικά όρια αισθανόμαστε περίεργα και σχεδόν ποτέ δεν τα καταφέρνουμε με την πρώτη. Ίσως βοηθήσει εάν φανταστείτε τα εσωτερικά σας όρια σαν ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο από μια πλάκα σκληρού μετάλλου κάτω από το δέρμα στο στήθος σας. Άλλοι κάνουν εικόνα το εσωτερικό όριο ως μικρή πόρτα η οποία ανοίγει μόνο από μέσα και το κλειδί το έχει μόνο ο ιδιοκτήτης. Κάθε φορά που ακούτε κάτι αξιολογείστε το πρώτα και μετά αντιδράστε. Πείτε στον εαυτό σας πως αυτό που ακούω απ’τον απέναντι αφορά τις δικές του σκέψεις, συναισθήματα και όχι αυτά που είπα ή έκανα εγώ.

 

codependence

Η εικόνα είναι του κ. Δημήτρη Τζάνη για το μπλογκ και τον ευχαριστώ πολύ

Anne and Harry

Στην Αμερική, πάνω από 40 εκατομμύρια άνθρωποι, ειδικά γυναίκες, έχουν την ‘ταμπέλα’ του συνεξαρτώμενου. Ένα απ’τα θέματα που αντιμετωπίζουν όσοι ταλαιπωρούνται από σχέσεις εξάρτησης, είναι τα περίφημα όρια. Τα όρια είναι εξωτερικά και εσωτερικά. Το να μάθω να βάζω εξωτερικά όρια με βοηθάει να φροντίζω για τη σωματική μου ακεραιότητα, να κρατάω μια σωματική απόσταση από τους άλλους και φυσικά να σέβομαι και το όριο των άλλων ανθρώπων.
Τα εσωτερικά όρια έχουν να κάνουν με τη σκέψη, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά. Στη φωτογραφία βλέπουμε τον άνθρωπο που έχει σταθερά εσωτερικά και εξωτερικά όρια, ότι μπορεί να σχετίζεται χωρίς να προβάλλει στον άλλον δικές του ερμηνείες, ενώ ταυτόχρονα δεν παίρνει προσωπικά τα συναισθήματα του άλλου. Το να διατηρώ ανέπαφα τα εσωτερικά μου όρια είναι πολύ βοηθητικό και απαραίτητο ειδικά σε περιπτώσεις που νιώθω πως παίρνω επίθεση.

boundaries

Ό,τι αξίζει πονάει κι είναι δύσκολο;

love avoidants love addicts

«Βάλε με σ’ένα δωμάτιο γεμάτο γυναίκες, και θα ερωτευτώ αυτή με τα περισσότερα προβλήματα, αυτή που θα μου συμπεριφέρεται χειρότερα. Η αλήθεια είναι πως πάντα
μου άρεσαν οι προκλήσεις. Αν μια γυναίκα μου φέρεται πολύ καλά με απωθεί
” είπε το αγόρι με το γκρι κασκόλ στο διπλανό τραπέζι. “εμένα πάλι όλοι όσοι γνωρίζω και καταλάβουν πως ενδιαφέρομαι πραγματικά για εκείνους εξαφανίζονται. Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται αυτό. Μαγνήτη έχω; γιατί να είμαι τόσο άτυχη;“.

Πολλοί άνθρωποι επιθυμούν μια στενή σχέση, όμως, εξαιτίας κάποιων τραυματικών γεγονότων ή δυσκολιών της παιδικής τους ηλικίας, βρίσκουν δύσκολο και πολλές φορές τρομακτικό το “project” σχέση. Κάποιοι, βίωσαν εγκατάλειψη -φυσική ή συναισθηματική- ενώ άλλοι, κάποιου είδους παραμέληση με αποτέλεσμα να έχουν την τάση να επιλέγουν ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι διαθέσιμοι. Άνθρωποι που έχουν κακοποιηθεί είτε σωματικά είτε συναισθηματικά είτε λεκτικά επιλέγουν ανθρώπους που θα τους συμπεριφερθούν αναξιόπιστα όχι επειδή είναι άρρωστοι, ή χαζοί, αλλά επειδή η τάση όλων μας είναι να πηγαίνουμε στο γνώριμο, σ’αυτό που ξέρουμε.  Τα τραυματικά γεγονότα που έχουμε βιώσει στην παιδική μας ηλικία έχουν δημιουργήσει μοτίβα και συνήθειες αρνητικών σκέψεων, συναισθημάτων ακόμα και συμπεριφορών, οι οποίες με τη σειρά τους γίνονται αυτοεκπληρούμενες προφητείες.

Ένα ακραίο -αλλά πολύ συνηθισμένο- αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει από την εγκατάλειψη ή την παραμέληση είναι η εξάρτηση από την αγάπη. Οι εξαρτώμενοι από την αγάπη (love addicts), έχοντας ακάλυπτες συναισθηματικές ανάγκες, επιδιώκουν να γεμίσουν αυτό το κενό.  Όπως είναι φυσικό, θα πάνε σ’αυτό που ξέρουν καλά απ’την ιστορία τους. Θα πάνε σ’αυτούς που αποφεύγουν την αγάπη (love avoidants) και θα τους ζητήσουν επίμονα, χειριστικά, να τους ταϊσουν τη “μπεμπελάκ” που δεν είχαν φάει πίσω στο χρόνο. Ο φόβος της εγκατάλειψης που βιώνουν είναι τόσο μεγάλος, που μπαίνουν σ’ένα κύκλο εμμονής και κυνηγητού του άλλου, ο οποίος φυσικά πιέζεται και φεύγει, το αντίθετο δηλαδή απ’αυτό που ήθελε ο εξαρτημένος, αλλά αυτό που υποσυνείδητα περίμενε. Αυτός ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται και βιώνονται από την αρχή τα ίδια ακριβώς οδυνηρά συναισθήματα που βιώνονταν και στο παρελθόν: εγκατάλειψη, φόβος, θυμός, πόνος, κενό και κυρίως λαχτάρα.

Απ’την άλλη πλευρά, αυτοί που αποφεύγουν την αγάπη, το κάνουν σηκώνοντας συστηματικά τοίχους για να αποφευχθεί η οικειότητα. Αποφεύγουν την οικειότητα δημιουργώντας ένταση έξω απ’τη σχέση. Μπαίνουν στη σχέση από καθήκον και όχι από αγάπη και αυτό συμβαίνει γιατί στο παρελθόν χρειάστηκε να φροντίσουν εκείνοι τον –αντίθετου φύλου- γονιό τους όπως π.χ. να ακούνε τα προβλήματά του. Από τότε λοιπόν που ανέλαβαν τέτοιο δυσβάσταχτο για ένα παιδί ρόλο, στο σήμερα, θεωρούν τις σχέσεις ασφυκτικές. Η αίσθηση της αξίας τους πηγάζει από το να φροντίζουν αυτούς που έχουν ανάγκη. Αυτό ορίζουν ως “δουλειά” σε μια σχέση και νιώθουν ένοχοι αν δεν το κάνουν.

Αυτό που ακολουθεί είναι μια τοξική σχέση όπου ο μεγαλύτερος φόβος του ενός είναι αυτός της εγκατάλειψης, με δευτερεύοντα φόβο αυτόν της στενής επαφής, και ο μεγαλύτερος φόβος του άλλου είναι αυτός της οικειότητας, με δευτερεύοντα φόβο αυτόν της εγκατάλειψης. Ακόμα κι αν εγκαταλείψει ο ένας τον άλλον, θα ξαναρχίσουν τον κύκλο με τον επόμενο. Και αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ; Θα σταματήσει μόνον εάν αντιμετωπιστεί το αρχικό τραύμα. Μέχρι να γίνει αυτό, η επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά κρατάει ζωντανό το θέμα μέχρι να λυθεί ο παλιός λογαριασμός.

Η ζωή θέλει προσοχή. Τα διάφορα τσιτάτα στο στυλ “επειδή ζούμε μια φορά δεν έχω καταλάβει εάν θα πρέπει να τα κάνουμε όλα σωστά ή όλα λίμπα” ή “Ακολούθησε την καρδιά σου και όπου σε βγάλει ή ό,τι είναι δύσκολο αξίζει “ κλπ, είναι για να τα βλέπουμε ως λεζάντες σε φωτογραφίες στα social media ή σε αισθηματικές κομεντί και να χαμογελάμε.  Σίγουρα όχι για να πορευόμαστε μ’αυτά γιατί είναι μαθηματικά βέβαιο πως η ζωή θα μας εκπλήξει μάλλον δυσάρεστα.

Δεν χρειάζεται να υποφέρουμε και να προκαλούμε ένταση για να αισθανόμαστε ότι είμαστε ζωντανοί. Ας μάθουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας.  Ναι, είναι το μεγαλύτερο κλισέ που έχει ειπωθεί ποτέ ενώ εξίσου κοινότοπο ακούγεται και το “Χωρίς αυτοσεβασμό είναι σαν να μην υπάρχεις“.  Αυτή όμως είναι η αλήθεια. Ξέρω, πως κάποιοι ενώ διαβάζουν αυτά θα σκέφτονται “Α, δηλαδή μας λες να συμβιβαστούμε; Να ζήσουμε μια ζωή άνοστη, πληκτική με το φόβο μήπως πληγωθούμε;”.  Όχι, δεν λέω αυτό. Λέω να σταματήσουμε να κάνουμε λανθασμένα πράγματα για σωστούς και δικαιολογημένους λόγους.

Ας θρηνήσουμε για όλες τις απώλειες και ας κλείσουμε τους ανοιχτούς λογαριασμούς της παιδικής μας ηλικίας όσο καλύτερα μπορούμε.  Ας διερευνήσουμε πως επηρεάζουν τα “εκεί και τότε” γεγονότα τον τρόπο με τον οποίο ενεργούμε στο “εδώ και τώρα”. Είναι δύσκολο και κάποιες φορές -αν και μπορεί να έχουμε δουλέψει τα θέματά μας- η τάση μας θα είναι να πάμε στο γνώριμο, έστω και αν αυτό είναι άσχημο ή ταλαιπωρητικό γιατί αυτό μας φαίνεται πιο εύκολο.  Ξέρουμε πως να είμαστε μέσα σ’αυτό, ξέρουμε να συμπεριφερθούμε, τι να περιμένουμε, τί δεν θα πάρουμε.  Ο καινούργιος τρόπος έχει φόβο επειδή είναι άγνωστος.

Κι αν κάποια στιγμή η τάση είναι πολύ ισχυρή, ας είμαστε μαλακοί με τον εαυτό μας και ας είμαστε σίγουροι πως θα πάμε για λίγο στην ταλαιπωρία αλλά με πλήρη επίγνωση και υπενθυμίζοντας στον εαυτό μας, πως “εκεί που πάω το μόνο που θα κερδίσω, είναι ένταση“.  Αυτό είναι και η επιτυχία της ψυχοθεραπείας.  Όχι να μην επαναλάβουμε κάποια συμπεριφορά και να γίνουμε κάποιοι άλλοι, αλλά να έχουμε επίγνωση του τί κάνουμε και πώς το κάνουμε. Τότε μόνο θα μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως κανείς δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δυο φορές.

Πρώτη δημοσίευση στις 23/12/2014 στον Εξώστη Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/oti-axizei-ponaei-ki-einai-diskolo-0#ixzz3NTmM2V4r

Συνεξάρτηση (ή όταν η Ηχώ ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο) Μέρος II

Οι αναφορές στη θεραπευτική αντιμετώπιση της συνεξάρτησης ακολουθούν διάφορες προσεγγίσεις όπως ατομική ή ομαδική ψυχοθεραπεία, τα 12 βήματα των Ανώνυμων Συνεξαρτημένων ή μια πιο συνθετική θεραπευτική προσέγγιση.  Το τι βοηθάει τον καθένα είναι καθαρά προσωπική επιλογή και όταν με ρωτάνε ποια προσέγγιση να επιλέξουν, απαντάω τι έχει βοηθήσει εμένα μέχρι τώρα στο να δω και να αντιμετωπίσω τα θέματά μου και πως βίωσα και βιώνω εγώ τη θεραπεία μου γενικά.

Το σημαντικό είναι να ζητήσει κάποιος βοήθεια και κυρίως να καταλάβει πως η ανάρρωση από τη συνεξάρτηση δεν βρίσκεται στο άλλο άτομο, ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να πιστεύει το αντίθετο.  Βρίσκεται στον εαυτό του και στους τρόπους με τους οποίους έχει προσπαθήσει να επηρεάσει τους άλλους. Βρίσκεται στην εμμονή, στον έλεγχο, στο θυμό και τις ενοχές, στην εξάρτηση από ιδιόμορφα άτομα, στην προσέλκυση από το ακατανόητο και την ανοχή σ’αυτό, που καταλήγουν σε εγκατάλειψη του εαυτού μας, σε προβλήματα επικοινωνίας και οικειότητας.

Κάποιος θα πει πως είναι φυσικό να θέλουμε να προστατεύσουμε και να βοηθήσουμε τους ανθρώπους για τους οποίους ενδιαφερόμαστε.  Είναι φυσικό να επηρεαζόμαστε και να αντιδράμε στα προβλήματα των άλλων. Η λέξη ‘αντιδρώ’ έχει ιδιαίτερη σημασία από την άποψη πως η συνεξάρτηση έχει έντονα το στοιχείο της αντίδρασης αφού οι συνεξαρτώμενοι αντιδρούν συνέχεια είτε υπερβολικά, είτε υποτονικά αλλά σπανίως δρουν.

Δεν είναι αφύσικο στο να αντιδρά κάποιος, αλλά το να μάθει πως να μην αντιδρά και να δρα με πιο υγιείς τρόπους είναι ένας σίγουρος τρόπος για να προστατεύσει τον εαυτό του. Δεν σημαίνει πως γινόμαστε απόμακροι ή σταματάμε να ενδιαφερόμαστε. Σημαίνει πως αγαπάμε και δημιουργούμε δεσμούς, χωρίς όμως να τρελαινόμαστε. Μαθαίνουμε πως κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του και υιοθετούμε μια στάση που λέει ότι πρέπει να κρατιόμαστε μακριά από τις ευθύνες των άλλων και να φροντίσουμε για τις δικές μας. Παραχωρούμε στους άλλους και στον εαυτό μας την ελευθερία να είμαστε υπεύθυνοι και να εξελισσόμαστε.

Δεν είναι υποχρεωτικό να παίρνουμε τα πάντα προσωπικά και κατάκαρδα. Το να πω σε κάποιον “Αν μ’αγαπούσες/αν ήμουν σημαντική για σένα, δεν θα μ’αφηνες να περιμένω/θα απαντούσες στο μήνυμά μου/θα μίλαγες ειλικρινά” έχει νόημα όσο και το να πω σε κάποιον που έχει πνευμονία “Αν μ’αγαπούσες δεν θα έβηχες”.

Συνήθως, τα πράγματα έχουν να κάνουν μ’εμάς πολύ λιγότερο απ’ό,τι νομίζουμε. Εάν κάποιος π.χ. συνηθίζει σε μια σχέση όταν έρθει κοντά με τον άλλον ξαφνικά ν’απομακρύνεται, με τον ίδιο τρόπο θα σχετιστεί και στην επόμενη σχέση.  Το δικό του θέμα πιθανόν να έχει να κάνει με το πως κόβει την επαφή ή θέματα οικειότητας. Εάν εγώ στο σήμερα, νιώθω υπερβολικό πόνο ή καθήλωση για μια τέτοια αλλόκοτη συμπεριφορά, αυτό είναι το δικό μου θέμα. Αυτό που θα βοηθήσει είναι να μείνω λίγο σε μένα και να σκεφτώ, τί μου θυμίζει αυτή η συμπεριφορά που με καθηλώνει; από πού την ξέρω; Πολλές φορές τα συναισθήματά μας δεν γεννιούνται από την τρέχουσα κατάσταση και δεν αφορούν στην πραγματικότητα το εν λόγω πρόσωπο, αλλά πυροδοτούν κάτι που μας συνέβη πριν πολύ καιρό.

Μέσα στη θεραπεία αναγνωρίζεται το βασικό τραύμα ή τραύματα και μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει το ρόλο που διαδραμάτισε τόσο αυτό όσο και οι άλλοι σε αυτό το τραύμα. Μ’αυτό τον τρόπο θα σταματήσω να προσπαθώ να κάνω κάποιον άλλον ν’αλλάξει, θα σταματήσω να προσπαθώ με τη συμπεριφορά μου να ελέγξω, θα μάθω να διαχωρίζω τον εαυτό μου από τα πράγματα, θα γίνω εγώ γονιός του εαυτού μου και κυρίως θα σταματήσω να ταλαιπωρούμαι.

Δηλαδή, εάν γίνουν όλα αυτά, η σχέση θα καλυτερεύσει;
Όταν κάποιος παύει να καθρεφτίζει το ναρκισσιστή η σχέση τελειώνει.  Ο ναρκισσιστής δεν μπορεί να σχετιστεί μ’ένα αυτόνομο άτομο. Το βασικό εμπόδιο της ανάπτυξης είναι ο φόβος για τον πόνο, η απροθυμία να μπούμε σε μια διαδικασία επίπονη, όπως η ψυχοθεραπεία. Επίπονη και συναρπαστική.

Συνεξάρτηση (ή όταν η Ηχώ ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο) Μέρος I

Η συνεξάρτηση πρόκειται για έναν αμφιλεγόμενο όρο ο οποίος προέρχεται από τη φιλοσοφία των ανωνύμων ομάδων αυτοβοήθειας που βασίζονται στο πρόγραμμα των 12 βημάτων. Αναφέρεται σε μια συμπεριφορά “διευκόλυνσης” ενός εξαρτημένου σημαντικού άλλου, σε βάρος του εαυτού.  Με τον όρο “διευκόλυνση” εννοούμε μια τάση για υπερπροστασία και έλεγχο, μια συμπεριφορά που διαιωνίζει την εξάρτηση του άλλου, εμποδίζοντάς τον ν’αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του. Η συμπεριφορά “διευκόλυνσης” των συζύγων, ή άλλων μελών της οικογένειας των αλκοολικών αρχικά ονομάστηκε “συν-αλκοολισμός” και στη συνέχεια, καθώς τα προγράμματα των 12 βημάτων επεκτάθηκαν και σε εξαρτήσεις από άλλες ουσίες και άλλες μορφές εξάρτησης (όπως πχ βουλιμία, τζόγος) υιοθετήθηκε ο όρος “συνεξάρτηση”.

Ωστόσο, εκτός απ’τις ομάδες των ανωνύμων, το θέμα της συνεξάρτησης έχει ευρέως μελετηθεί και από το χώρο των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας όπου έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες ορισμού της, έχουν αναπτυχθεί διαγνωστικά εργαλεία για την εκτίμησή της (Beck, 1991) και αρκετές υποθέσεις σχετικά με την αιτιολογία της.

Όμως, η συνεξάρτηση δεν προϋποθέτει πάντα την παρουσία ενός αλκοολικού ή γενικότερα εξαρτημένου από ουσίες σημαντικού άλλου, αλλά μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από τη χημική εξάρτηση. Ο όρος χρησιμοποιείται και για να καθορίσει τις σχέσεις όπου ο ένας σύντροφος εμφανίζει μια χειριστική συμπεριφορά και ο άλλος, φοβούμενος την εγκατάλειψη, συμμορφώνεται. Υπάρχουν άνθρωποι που δυσκολεύονται πολύ να φύγουν από μια άσχημη σχέση και περιγράφουν καταστάσεις όπου όταν έρχονται κοντά στο σύντροφό τους,  εκείνος αρχίζει και απομακρύνεται, και όταν εκείνοι απομακρύνονται με οδύνη, τότε ο σύντροφός τους επιστρέφει.

Σύμφωνα με τους Ανώνυμους Συνεξαρτημένους, ένας άνθρωπος με θέματα συνεξάρτησης, παρουσιάζει συγκεκριμένα μοτίβα συμπεριφοράς όπως στο να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ανιδιοτελή και αφιερωμένο στην ευημερία των άλλων, να ζητάει συνεχώς την αναγνώριση, να είναι εξαιρετικά πιστός και να παραμένει σε επιζήμιες καταστάσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, να εκφράζει τον θυμό και την επιθετικότητα με παθητικούς τρόπους, να χρησιμοποιεί το σεξ ενώ θέλει αγάπη, να προσελκύει τους άλλους προς το μέρος του, αλλά όταν έρθουν  κοντά, να τους ωθεί μακριά. http://www.coda.org/tools4recovery/patterns-new.htm

Οι Hughes-Hammer, Martsolf, and Zeller’s (1998a) διαμόρφωσαν ένα μοντέλο για τη συνεξάρτηση.  Το μοντέλο αυτό αποτελείται από μια βασική έννοια: την εστίαση στους άλλους και την παραμέληση του εαυτού, και τέσσερις άλλες υπο-έννοιες: χαμηλή αυτοαξία, απόκρυψη εαυτού, προβλήματα υγείας, θέματα της οικογένειας καταγωγής.
(Με την εστίαση στους άλλους και την παραμέληση του εαυτού θα αναφερθώ στο δεύτερο μέρος του ποστ)

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; ο Cermak (1991) θεωρεί τα χαρακτηριστικά της συνεξάρτησης συμπληρωματικά του ναρκισσισμού και αναφέρεται στο μύθο του Νάρκισσου και της Ηχούς. Η Ηχώ ελκύεται από το Νάρκισσο γιατί, σύμφωνα με τον Freud, ο ναρκισσισμός ενός ατόμου ασκεί μεγάλη έλξη σ’όσους έχουν απαρνηθεί μέρος του δικού τους ναρκισσισμού. Κατά την περίοδο που τα παιδιά διαφοροποιούνται από τους γονείς τους, αναπτύσσουν δυο συμπληρωματικές ανάγκες. Η πρώτη, μια φυσιολογική ναρκισσιστική ανάγκη όπου αναζητούν την εκτίμηση των άλλων στις ικανότητές τους, και η δεύτερη μια ‘ηχωϊστική’ ανάγκη, η οποία αφορά στην ανάγκη τους να σχηματίσουν μια εξιδανικευμένη εικόνα για τους γονείς τους, με την οποία να συγχωνευθούν.  Όταν η ανάπτυξη είναι φυσιολογική, οι ναρκισσιστικές ανάγκες οδηγούν στην αυτοπεποίθηση, ενώ οι ηχωϊστικές στην ενσυναίσθηση του ενήλικα (Cermak, 1991). Ένας ναρκισσιστής γονιός έχει την τάση να απορρίπτει τις φυσιολογικές ναρκισσιστικές ανάγκες ενός παιδιού, ενώ αντίθετα, ένας γονιός με θέματα συνεξάρτησης, πυροδοτεί τις ναρκισσιστικές ανάγκες. Και στις δυο περιπτώσεις, οι αντίστοιχες ανάγκες παραμένουν στην παιδική τους μορφή και γίνονται ναρκισσισμός και συνεξάρτηση.

Οι ειδικοί λένε πως οι Ναρκισσιστές είναι οι πιο δυνατοί μαγνήτες για έναν άνθρωπο που κάνει σχέσεις εξάρτησης. Στην Αμερική, πάνω από 40 εκατομμύρια άνθρωποι, ειδικά γυναίκες, έχουν την ‘ταμπέλα’ του συνεξαρτώμενου (η συνεξάρτηση δεν έχει συμπεριληφθεί μέχρι τώρα στο DSM και γι αυτό δεν χρησιμοποιώ τη λέξη διάγνωση) Πολλές έρευνες ισχυρίζονται πως η συνεξάρτηση συσχετίζεται με την κατάθλιψη  (Hughes-Hammer, Martsolf & Zeller, 1998; Doheny, 2000) και πως μπορεί να οδηγήσει σε πιο σύνθετα προβλήματα (Sadock & Sadock, 2000)

Το θέμα θα συνεχιστεί σε επόμενο ποστ και θα επικεντρωθεί στο πως μπορεί κάποιος να ζητήσει και να πάρει βοήθεια.

Oedipus Wrecks

are you mom enough

Με μια φωτογραφία η οποία έχει πυροδοτήσει αντιδράσεις και αρκετές συζητήσεις στο διαδίκτυο,  το εξώφυλλο του περιοδικού TIME απεικονίζει μια 26χρονη μητέρα η οποία θηλάζει τον τριών ετών γιό της, που στέκεται σε μια καρέκλα.

Δεν έχω διαβάσει το άρθρο αλλά από την περιγραφή στο εξώφυλλο κατάλαβα ότι έχει να κάνει με την αυξανόμενη τάση της θεωρίας “του δεσμού”  την οποία παρουσιάζει με τον τρόπο του στο βιβλίο The Baby Book ο Bill και η Martha Sears, στο οποίο οι γυναίκες ενθαρρύνονται να θηλάζουν μέχρι τη νηπιακή ηλικία, να κοιμούνται μαζί με τα παιδιά τους και να τα έχουν συνέχεια μαζί τους “φορεμένα” σε μάρσιπο για να είναι όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο κοντά τους.

Βεβαίως, ο Bowlby (Attachment Theory, 1975) ο οποίος υπογράφει το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας και της θεωρίας η οποία -ανάμεσα σε άλλα- ισχυρίζεται ότι οι σχέσεις που κάνουμε στην ενήλικη ζωή μας -και κυρίως οι ερωτικές- ακολουθούν τα ίδια βήματα και τους ίδιους μηχανισμούς με τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ γονιών και παιδιού, μίλησε απλά για τη σημαντικότητα σχηματισμού συναισθηματικού δεσμού ανάμεσα στο βρέφος και στο πρόσωπο αναφοράς-φροντίδας. (Bowlby, Ainsworth et al, 1978)

Η λέξη μητέρα δεν αναφέρεται και κάποιος μπορεί να το θεωρήσει αναμενόμενο αφού η μητέρα του Bowlby πίστευε ότι η προσοχή και η φροντίδα προς τα παιδιά είναι επικίνδυνη για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.

Υπάρχουν εκείνοι που σοκάρονται με τη φωτογραφία.  Αναρρωτιέμαι, εάν στη φωτογραφία θήλαζε ένα κορίτσι και όχι ένα αγόρι θα υπήρχαν ίδιες αντιδράσεις; Φαντάζομαι, ότι πολλοί έκαναν το συνειρμό με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και το θεωρώ λογικό.  Υπαρχουν άλλοι που είπαν πως είναι απαράδεκτο να ενθαρρύνονται τέτοιες τάσεις γιατί καταλήγουν να γίνονται κακοποιητικές για τα παιδιά αφού συμβάλουν σε εξαρτητικές συμπεριφορές. Έχω δει ενήλικες, οι οποίοι παραμελήθηκαν ως παιδιά και όπως είναι φυσικό, κάνουν τη μια εξαρτητική σχέση μετά την άλλη. Άλλοι, μίλησαν για τα παιδικά τραύματα του Sears και της Martha και ότι μ’αυτό τον τρόπο προσπαθούν να καλύψουν τα αναπτυξιακά τους κενά. Να προβάλουν τη δική τους ακάλυπτη ανάγκη στα παιδιά τους.

Όντως, τα πρώτα τρία χρόνια ενός παιδιού είναι καθοριστικά για τη συναισθηματική και ψυχολογική του ανάπτυξη. Η μη σύναψη αυτής της μοναδικής σχέσης με το πρόσωπο φροντίδας μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες στη ψυχική υγεία του ατόμου στο μέλλον. Ο θηλασμός είναι ένας τρόπος για να συνάψεις σχέση με το παιδί σου. Όχι όμως ο μοναδικός.  Είναι άδικο και περιοριστικό να υπονοούμε ότι καλή μητέρα είναι αυτή που θηλάζει ή εκείνη που κοιμάται μαζί με το παιδί της ή το έχει συνέχεια κοντά της. Προσωπικά, αυτό που πάντα μου λείπει από παρόμοια άρθρα, είναι η αναφορά στο ρόλο του πατέρα στην υγιή ανάπτυξη του παιδιού.

Δεν ξέρω πόσο ευέλικτο είναι να λες ότι εάν δεν κάνεις κάποια πράγματα το παιδί σου θα καταλήξει προβληματικό και δεν θα μπορεί να κάνει ποτέ μια υγιή σχέση.  Μπορεί να δυσκολευτεί, όμως, ένας άνθρωπος μπορεί να βρει το θάρρος να προχωρήσει συναισθηματικά και να οδηγηθεί προς επιλογές που θα τον βοηθήσουν να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και να δημιουργήσει μια υγιή κατάσταση για το μέλλον του.

 ΥΓ: Ο τίτλος του ποστ είναι από την ταινία Ιστορίες της Νέας Υόρκης του Γούντυ Άλλεν στην οποία ακούγεται το λογοπαίγνιο Oedipus Wrecks (συντρίμια ναυαγίου) αντί για Oedipus Rex (Οιδίππους τύραννος)